ΑΡΧΕΙΟ

‘‘Αρχείο θεωρείται μια συλλογή τεκμηρίων ιστορικής σημασίας, συνήθως ανεξαρτήτως μορφής, χρονολογίας και ύλης, που φυλάσσει ή παράγει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οποιοσδήποτε οργανισμός δημόσιος ή ιδιωτικός στα πλαίσια των δραστηριοτήτων του. Ως αρχείο νοείται επίσης και ο φυσικός χώρος στον οποίο είναι τοποθετημένες οι αρχειακές συλλογές. Ένα αρχείο διαμορφώνεται συνήθως από τεκμήρια που έχει συλλέξει και διαφυλάξει ένας οργανισμός ή ένα φυσικό πρόσωπο.’’

Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Σηραγγώδες Αιμαγγείωμα Ήπατος

Hepatic Cavernous Haemangioma

Ιστορικό: Άντρας 42ετών,  με αρνητικό ατομικό ιστορικό / προληπτικός έλεγχος.  
Ευρήματα: Σαφώς αφοριζόμενο, ομοιογενές, υποστρόγγυλο υπερηχωγενές συμπαγές μόρφωμα (~1,60 cm), ανευ αιματώσης, στον (ΔΕ) λοβο του ήπατος και σε υποκάψια θεση. 
Διάγνωση: Σηραγγώδες Αιμαγγείωμα Ήπατος.

Αιμαγγειώματα Ήπατος (Hepatic Hemangiomas): διακρίνονται σε τριχοειδικά (Capillary Hemangiomas / μικρού μεγέθους / τις περισσότερες φορές πολλαπλά) και σε σηραγγώδη (Hepatic Cavernous Haemangiomas / διαφόρων μεγεθών / συνήθως μονήρη). Η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη, θεωρείται συγγενούς προέλευσης, μη-νεοπλασματική, και είναι σχεδόν πάντα του σηραγγώδους υποτύπου. Κλινική σημασία έχουν μόνο τα Σηραγγώδη Αιμαγγειώματα (από εδώ και στο εξής θα αναφερόμαστε μόνο σε αυτά): ο πιο κοινός καλοήθης όγκος του ήπατος (2ος συχνότερος όγκος μετα τις μεταστάσεις[8]) με απεικονιστική συχνότητα 5 - 7% (παρόν στο 5 - 20% του πληθυσμού): 2 - 5 φορές συχνότερο στις γυναίκες, συνήθως ασυμπτωματικό: είναι σύνηθες τυχαίο εύρημα σε εξέταση ρουτίνας. Το σηραγγώδες αιμαγγείωμα εμφανίζεται σε οποιαδήποτε ηλικία εκτός της παιδικής, στην οποία είναι σπάνιο.[1], [2], [4], [8], [9]

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τη νεότερη ονοματολογία / nomenclature (κατάταξη της Διεθνούς Κοινότητας Μελέτης Αγγειακών Ανωμαλιών / International Society for the Study of Vascular Anomalies - ISSVA) οι βλάβες αυτές είναι γνώστες απλά ως Φλεβικές Δυσπλασίες Αργής Ροής (Slow Flow Venous Malformations). Ωστόσο,  είναι χρήσιμο στις εκθέσεις / γνωματεύσεις  να διατηρηθεί η λέξη αιμαγγείωμα, καθώς αυτός ο όρος είναι γνωστός σε όλη την βιβλιογραφία και φυσικά στους κλινικούς γιατρούς. Στο υπόλοιπο αυτού του άρθρου χρησιμοποιείται ο όρος «ηπατικό αιμαγγείωμα» προκειμένου να τηρηθεί η συνέπεια με την πλειοψηφία της υπάρχουσας βιβλιογραφίας.[9], [10]

ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΔΩ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΗΠΑΤΙΚΑ ΑΙΜΑΓΓΕΙΩΜΑΤΑ.

Υπερηχοτομογράφημα (US)[11], [12]: σαφώς αφοριζόμενη, ομοιογενής, ηχογενής / υπερηχωγενής (η υψηλή ηχωγένεια παράγεται από πολυάριθμες επιφάνειες διεπαφής διαπλεκομένων αγγειακών χώρων) συμπαγής μάζα (ομοιογενής, υπερηχωγενής μάζας,  συνήθως < 3cm, το 60 – 70% των αιμαγγειωμάτων εμφανίζουν αυτή την τυπική απεικόνιση[15]), η οποία συχνά παρουσιάζει οπίσθια ακουστική ενίσχυση (οφείλεται στο γεγονός ό τι η βλάβη είναι κυρίως ρευστό αίμα αργής ροής):  δεν αποτελεί συχνό εύρημα και δεδομένου ότι και άλλοι συμπαγείς όγκοι του ήπατος μπορούν να εμφανίσουν οπίσθια ενίσχυση, αυτή δεν αποτελεί χρήσιμο εύρημα. Η ανάδειξη μίας ηπατικής μάζας με αυτά τα κλασικά στοιχεία θεωρείται αρκετή για να τεθεί η οριστική διάγνωση του αιμαγγειώματος από πολλούς ακτινολόγους, ειδικά αν ο ασθενής δεν έχει ιστορικό κακοήθους νόσου και αν ο βιοχημικός έλεγχος του ήπατος είναι φυσιολογικός. Όταν το μέγεθος της βλάβης είναι > 3 cm, η θρόμβωση και ουλή συχνά δημιουργούν μία ασαφή κεντρική υπόηχη ζώνη. Αποτιτάνωση μπορεί να υπάρχει μέσα στην υπόηχη ζώνη (σπάνια). Βλάβες με μεγάλες υπόηχες περιοχές έχουν ένα χαρακτηριστικό λεπτό ηχογενές περιθώριο. Σε 10% των ασθενών υπάρχουν πολλαπλά αιμαγγειώματα, που συχνά προκαλούν ανησυχία για μεταστατική νόσο. Σε ένα ήπαρ με λιπώδη διήθηση, τα αιμαγγειώματα μπορεί να απεικονίζονται υπόηχα συγκριτικά με το παθολογικό ηπατικό παρέγχυμα. Η αιματική ροή μέσα στα αιμαγγειώματα είναι εξαιρετικά αργή. Τυπικά, το έγχρωμο και το φασματικό Doppler δεν θα δείξει ανιχνεύσιμο σήμα μέσα στη βλάβη. Το Doppler ισχύος (power) μπορεί να αναδείξει μία διάχυτη «αναλαμπή» χρώματος που πιστεύεται ότι προκαλείται από την αρχιτεκτονική της βλάβης μάλλον παρά από την αιματική ροή. Τα ευρήματα του Doppler δεν είναι ειδικά για αιμαγγειώματα, διότι και στις μεταστατικές βλάβες μπορεί επίσης να απουσιάζει η εσωτερική αγγείωση. Ανίχνευση ροής εντός μιας ηπατικής μάζας, με μορφολογικά χαρακτηριστικά αιμαγγειώματος στη μέθοδο διαβάθμισης του γκρι, θα πρέπει να θέτει την υποψία παρουσίας μεταστατικής νόσου ή ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. Ένα σημαντικό ποσοστό των άτυπων αιμαγγειωμάτων εμφανίζουν υπερηχωγενή περιφέρεια και υποηχωγενές κέντρο. Η μορφολογία αυτή του «ανεστραμμένου στόχου» είναι αρκούντως χαρακτηριστική του αιμαγγειώματος και μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις αφορά σε κακοήθη εξεργασία. Με τη χρήση ενδοφλέβιων σκιαγραφικών μέσων στην υπερηχοτομογραφική εξέταση αναδεικνύεται περιφερική οζώδης πρόσληψη του σκιαγραφικού μέσου από το αιμαγγείωμα όπως ακριβώς συμβαίνει και στην αντίστοιχη εξέταση. Όπως είναι αναμενόμενο για μία καλοήθη βλάβη τα αιμαγγειώματα δεν μεταβάλλουν χαρακτήρα με την πάροδο του χρόνου, ενώ ένα 5% υποστρέφει μερικώς ή και πλήρως. Περίπου 10% αυτών εμφανίζει μείωση της ηχωγένειας και μόνο 2% των αιμαγγειωμάτων αυξάνουν σε μέγεθος στις εξετάσεις επανελέγχου. Σπανίως ένα αιμαγγείωμα θα αλλάζει τα υπερηχοτομογραφικά του χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια μιας και μόνο εξέτασης: καμία άλλη ηπατική βλάβη δεν εμφανίζει την προαναφερθείσα ιδιότητα. Η διαφορική διάγνωση των υπερηχωγενών μαζών του ήπατος περιλαμβάνει πρωτίστως άλλα νεοπλάσματα, κατά κύριο λόγο τις ηπατικές μεταστάσεις και το ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα. Η εστιακή λιπώδης διήθηση μπορεί επίσης να δημιουργήσει οζώδεις περιοχές αυξημένης ηχωγένειας.

Ο διαγνωστικός αλγόριθμος μιας ομοιογενούς υπερηχωγενούς ηπατικής μάζας εξαρτάται από την πιθανότητα εμφάνισης κακοήθειας στον ασθενή. Εάν ο ασθενής έχει προηγούμενο ιστορικό ή σύγχρονες αποδείξεις εξωηπατικής κακοήθειας που δυνητικά μεθίσταται στο ήπαρ, ή ιστορικό χρόνιας ηπατικής νόσου, τότε η πιθανή διάγνωση του αιμαγγειώματος θα πρέπει να επιβεβαιώνεται και με άλλη απεικονιστική μέθοδο. Εάν ο ασθενής δεν παρουσιάζει τους επιβαρυντικούς αυτούς παράγοντες, τότε μια ομοιογενής υπερηχωγενής βλάβη δεν απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση. Περιστασιακά οι αναίμακτες μέθοδοι δεν μπορούν να εδραιώσουν τη διάγνωση του αιμαγγειώματος σε ασθενείς με αυξημένο κίνδυνο ύπαρξης κακοήθειας, οπότε ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε βιοψία. Παρά την αγγειακή φύση των αιμαγγειωμάτων,  οι βιοψίες μπορούν να διενεργηθούν με ασφάλεια.[15]
Karapasias Nikos, MD Radiologist

[1]M. Prokop, Spiral and Multislice Computed Tomography of the Body, 2003,  Τhieme, 392-393, ISBN-10: 9780865778702
[2]Λ. Βλάχος, Σύγχρονη Διαγνωστική Απεικόνιση, 1997, Ιατρικές εκδόσεις Χρ. Βασιλειάδης
[3]Pietrabissa A, Giulianotti P, Campatelli A, Di Candio G, Farina F, Signori S, Mosca F., Management and follow-up of 78 giant haemangiomas of the liver, Br J Surg. 1996 Jul;83(7):915-8.
[4]Δ.Ν. Σχίζας, Η θέση του αρτηριακού εμβολισμού στη θεραπεία του γιγαντιαίου σηραγγώδους αιμαγγειώματος του ήπατος, ARCHIVES OF HELLENIC MEDICINE 2009, 26(5):625 – 63
[5] Díez Redondo P., Velicia Llames R., Caro-Patón A., Familial hepatic hemangiomas, Gastroenterol Hepatol. 2004 May;27(5):314-6.
[6]Vilgrain V, Boulos L, Vullierme MP et-al. Imaging of atypical hemangiomas of the liver with pathologic correlation. Radiographics. 2000;20 (2): 379-97.
[7]Erdogan D, Busch OR, van Delden OM et-al. Management of liver hemangiomas according to size and symptoms. J. Gastroenterol. Hepatol. 2007;22 (11): 1953-8
[8]Michael P. Federle, Diagnostic Imaging: Abdomen, 1e, AMIRSYS (2004), ISBN 10: 1416025413, ISBN 13: 9781416025412
[9]H. Knipe, Y. Weerakkody et al., Hepatic haemangioma, http://radiopaedia.org/  articles/ hepatic-haemangioma-3
[10]SSVA Classification, Color Atlas of Vascular Tumors and Vascular Malformations. Cambridge University Press 978-0-521-84851-0
[11]Brant W.E., Υπερηχοτομογραφία (Θεμελιώδης Εκπαιδευτικός Κύκλος) , 2005, Βασιλειάδης, ISBN: 960-86612-8-5
[12]Middleton W.D., Kurtz A.B., Hertzberg B.S., The Requisites: Υπερηχοτομογραφία, 2006, Κωνσταντάρας, ISBN: 960-88361-8-2

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Δερμοειδής Κύστη Οφθαλμικού Κογχού

Orbital Dermoid Cyst



Case Courtesy: Δρόσος Σταμάτης, MD Radiologist 
Ιστορικό: Άντρας 40 ετών, με μικρό εξόφθαλμο εκ γενετής, για το οποίο ποτέ δεν ελέγχτηκε, μετα από μικρή κάκωση παρουσίασε έντονη επιδείνωση του εξόφθαλμου. 
Ευρήματα: ▪εξόφθαλμο, ▪ενδοκογχικός όγκος (δεξιό οφθαλμικό κόγχο) με συμπαγή στοιχεία και κατά κύριο λόγο λιπώδη ιστό, ▪remodeling έξω τοιχώματος του κόγχου. 
Διάγνωση: Δερμοειδής Κύστη Οφθαλμικού Κόγχου.

Δερμοειδείς - Επιδερμοειδείς Κύστεις: η δερμοειδής κύστη παριστά εξωδερματικά στοιχεία, τα οποία περιορίζονται κάτω από το δέρμα και περιέχουν σμηγματογόνους αδένες και θύλακες τριχών. Ιστολογικά οι επιδερμοειδείς κύστεις διαχωρίζονται από τις δερμοειδείς, λόγω της απουσίας αδενικών δομών. Η πιο συχνή εντόπιση είναι στην άκρη του οφθαλμικού κόγχου (κύστη κέρκους οφρύος) και μπορεί να συμφύονται ή και να διαβρώνουν το περιόστεο.[1] Οι δερμοειδείς κύστεις μπορεί να φλεγμάνουν και να διαπυηθούν. Η χειρουργική εξαίρεση αποτελεί τη θεραπεία.[3], [5]

Δερμοειδής Κύστη Οφθαλμικού Κογχού (Dermoid Cyst, Developmental Orbital Cyst, Orbital Ectodermal Inclusion Cyst[2]): αναπτυξιακής αιτιολογίας κύστη του οφθαλμικού κογχού[5]: κυστική, χωριστοματώδης (Χωρίστωμα / Choristoma) βλάβη του οφθαλμικού κογχού που προκύπτει από συγγενή έγκλειστα δέρματος (στην περιοχή σύγκλεισης εμβρυικών ραφών).[2], [5] Με τον όρο Χωρίστωμα περιγράφονται δυσπλαστικής αιτιολογίας όγκοι, στους οποίους παρατηρείται ανάπτυξη φυσιολογικού ιστού σε έκτοπη θέση.[4] Το φάσμα των βλαβών περιλαμβάνει: την Δερμοειδή και την Επιδερμοειδή κύστη, καθως και το Τεράτωμα.[5]

Μικροσκοπικά[5]: Δερμοειδής Κύστη (ΔΚ): περιέχει στοιχεία του δέρματος, περιλαμβανομένων σμηγματογόνων αδένων και τριχών, καθως και αιμοφόρα αγγεία, λίπος κολλαγόνο εντος ινώδους κάψας. Επιδερμοειδής Κύστη (ΕΚ): το εσωτερικό τοίχωμα της ινώδους κάψας επενδύεται από κερατινοποιημένο, πολύστιβο επιθήλιο.

Κλινικά - Γενικά Στοιχεία[2], [5]: ▪Ανώδυνο υποδόριο οζίδιο (85 -90%), ▪Μάζα στο άνω - έξω κογχικό χείλος (δεν είναι ευαίσθητη στη πίεση, συμφύεται με το υποκείμενο οστό – η σμηγματογόνος κύστη όχι), ▪Φλεγμονή (παρόμοιο με κυτταρίτιδα, εάν ρηχθεί), ▪Πιεστικά φαινόμενα σε οφθαλμικό βολβό / νεύρο (εάν είναι πολύ μεγάλη), ▪Συχνότερες σε παιδιά, ▪Υπάρχουν εκ γενετής - Σποραδική εμφάνιση, ▪Πολύ αργή ανάπτυξη (λανθάνουσα για έτη): ταχεία ανάπτυξη μετα από τραύμα, ▪Καλοήθης βλάβες (συνήθως κοσμητικό πρόβλημα), ▪Μεγάλες βλάβες ή βλάβες που έχουν ρηχθεί: μπορεί να προκαλέσουν σημαντικά συμπτώματα.

Απεικονιστικά[2], [5]: Γενικά: καλά αφοριζόμενη μάζα με μερική ή πλήρης λιπώδη σύσταση (λίπος στο 50% των βλαβών - παθογνωμονικό), κυστικά / υδρικά / συμπαγή τμήματα, στο άνω - έξω τμήμα του οφθαλμικού κόγχου (συχνότερα στην μετωποζυγωματική ραφή: 65 - 75%). Αξονική Τομογραφία (CT): NECT: ▪Yπόπυκνη βλάβη με σαφώς αφοριζόμενα τοιχώματα,  ΔΚ: υπάρχει λίπος (-30 έως -80 HU) ± Μικρές αποτιτανώσεις (στικτές στο κυστικό τοίχωμα), ΕΚ: υπόπυκνη ομογενής, ▪Μερικές φορές υπάρχουν εντομές και ανασχηματισμός (remodeling: 85%) του τοιχώματος του κόγχου. CECT: ▪Mέτρια λεπτή δακτυλιοειδής ενίσχυση (ΕΚ χωρίς πρόσληψη), ▪Ανώμαλα φλεγμονώδης ενίσχυση εάν ρηχθεί. Μαγνητική Τομογραφία (MRI): Τ2WI: υψηλής έντασης σήμα. ΔΚ: T1WI: ▪Yψηλής έντασης σήμα (εάν υπάρχει λίπος – αλλιώς ίσης έντασης σήμα ή ελαφρώς υψηλής), ▪Σπανίως υγροϋγρικά επίπεδα. ΕΚ: Τ1WI: ▪Ομοιογενώς χαμηλής έντασης σήμα. Απεικονιστικές Συστάσεις: ΝΕCT επαρκής για την διάγνωση, CECT & MRI όταν τα ευρήματα δεν είναι χαρακτηριστικά.
 Karapasias Nikos, MD Radiologist

[1]Σ. Γαρδίκης, Αρχές Παιδοχειρουργικής & Παιδοουρολογίας, ΣΕΑΒ, 2015, ISBN: 978-960-603-428-2
[2]H. Ric Harnsberger, Christine M. Glastonbury, Michelle A. Michelle, Bernadette L. Koch, Diagnostic Imaging: Head and Neck, Lippincott Williams & Wilkins; Second edition (2010), ISBN-10: 1931884781
[3]Ντόλατζας Θ. Συνοπτική Παιδοχειρουργική. Αθήνα: Γ. Β. Παρισιάνος; 2005.
[4]Μ. Κατσουράκης, Κ. Τόσιος, Σ. Παπανικολάου, Χονδρογενές χωρίστωμα στην υπερώα. Αναφορά περίπτωσης, Odontostomatologic News, Volume 6, No 1 & 2, 2005, ΙSSΝ 1790-2320.
[5]H. Ric Harnsberger, Pocket Radiologist: Head and Neck Top 100 Diagnoses 1st Edition, AMIRSYS; 1 edition (2001), ISBN-13: 978-0721696973

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Χρόνια Ρινοκολπίτιδα (Χρόνια Ιγμορίτιδα) (Πάχυνση Βλεννογόνου)

Chronic Rhinosinusitis (Sinusitis) (Mucosal Thickening)


Χρόνια Ρινοκολπίτιδα (Chronic Rhinosinusitis, Χρόνια Κολπίτιδα, Χρόνια Ιγμορίτιδα / Παραρρινοκολπίτιδα): ο όρος αφορά ομάδα διαταραχών που χαρακτηρίζονται από ρινική φλεγμονή και φλεγμονή των ιγμόρειων άντρων η οποία  διαρκεί πάνω από 12 συνεχόμενες εβδομάδες[1] και κατά κανόνα οφείλεται σε ατελή αντιμετώπιση μιας οξείας φλεγμονής βακτηριακής αιτιολογίας (Οξεία Ρινοκολπίτιδα).[2] Ο όρος "Ρινοκολπίτιδα" είναι προτιμότερος από τον όρο «Ιγμορίτιδα» διότι η  φλεγμονή των ιγμορείων άντρων σπάνια εμφανίζεται χωρίς ταυτόχρονη φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου.[3] Tο 1996 και το 2002 οι American Academy of Otolaryngology-Head & Neck Surgery (AAO-HNS) multidisciplinary Rhinosinusitis Task Force (RTF) καθιέρωσε τον όρο Χρόνια Ρινοκολπίτιδα (Chronic Rhinosinusitis), καθιερώνοντας και τις βασικές παραμέτρους των μειζονων και ελασσονων σημείων και συμπτωμάτων για τον ορισμό της Ρινοκολπίτιδας (revised: 2002 by the Sinus Allergy Health Partnership (SAHP) Task Force),[5], [6], [7] ενώ έτσι φυσικά αναφέρεται σε σχετικές οδηγίες και εγχειρίδια του ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.[8]

Αιτιολογία[1]: πολλαπλές αιτίες συχνά επικαλυπτόμενες: η χρόνια ρινοκολπίτιδα είναι μία πολυπαραγοντική νόσος[9]: 1/ Συστημικοι παράγοντες ξενιστή: ●Αλλεργικοί, ●Ανοσοανεπάρκεια, ●Γενετικοί / Συγγενείς (σποραδική νόσος στις περισσότερες περιπτώσεις – περιλαμβάνονται: κυστική ίνωση, πρωτοπαθής δυσκινησία κροσσών - PCD, ανοσοανεπάρκεια), ●Δυσκινησία Βλεννοκροσσωτού Επιθηλίου, ●Ενδοκρινικοί, ●Νευρομηχανικοί. 2/ Τοπικοί παράγοντες ξενιστή: ●Ανατομικές παραλλαγές, ●Νεοπλασίες, ●Επίκτητη βλεννοκροσσωτη δυσκινησία. 3/ Περιβαλλοντικοί: ●Μικροοργανισμοί*, ●Επιβλαβείς χημικές ουσίες, ●Φάρμακα, ●Τραύμα, ●Χειρουργείο. *Μπορεί να είναι Βακτηριακή (Staphylococcus aureus, coagulatton -negative Staphylococcus, anaerobic & gram negative bacteria), ●Αλλεργική, ή ●Μυκητιασική.

Απεικονιστικά[1], [2], [4]: Απλή Ακτινογραφία (Rx): χαμηλή ειδικότητα και ευαισθησία: χρήσιμη για την επιβεβαίωση σε συμπτωματικούς ασθενείς με διφορούμενη κλινική διάγνωση: περιφερική πάχυνση (>5mm στην πωγωνορινική λήψη κατά Waters) του βλεννογόνου με ομαλά όρια ή διάχυτη σκίαση του κόλπoυ (πυκνότητας μαλακών μορίων σε μη διευρυμένο κόλπο), σε συνδυασμό με εστιακή ή διάχυτη οστική σκλήρυνση / πάχυνση του τοιχώματος του κόλπου. Αξονική Τομογραφία (CT): NECT: ●Πάχυνση του βλεννογόνου με ομαλά όρια ή διάχυτη σκίαση του κόλπoυ (πυκνότητας μαλακών μορίων σε μη διευρυμένο κόλπο – η πυκνότητα εξαρτάται από τις εκκρίσεις), ●Περιστασιακά επασβεστώσεις, ●Σκληρυντικά και παχυμένα οστικά τοιχώματα κόλπου, ●Μπορεί να συνδυάζεται με πολυποειδείς αλλοιώσεις των κόλπων ή της ρινός, CECT: ο φλεγμένων βλεννογόνος μπορεί να προσλάβει. Μαγνητική Τομογραφία (MRI): Τ1WI: ●Πάχυνση των βλεννογονίων τοιχωμάτων με ίσης στάσης σήμα με τον μαλακό ιστό, ●Οι κατακρατημένες εκκρίσεις δείχνουν ποικίλης έντασης  σήμα ανάλογα κατά την χρονιότητα λόγω του ποικίλου περιεχόμενου (νερό και πρωτεΐνες), ●Σκληρυντικά και παχυμένα οστικά τοιχώματα κόλπου: δύσκολα διακριτά στην MRI. T2WI: ●Βλεννογόνος τυπικά με υψηλής έντασης σήμα, ●Οι κατακρατημένες εκκρίσεις δείχνουν ποικίλης έντασης από υψηλής έντασης (↑ νερό) έως χαμηλής έντασης (↓ νερό, αφυδατωμένο), ●Η πάχυνση των τοιχωμάτων είναι διακριτή στην Τ2WI. T1C+: ●Τυπική η πρόσληψη του βλεννογόνου. Απεικονιστικές Συστάσεις: διαγνωστική εξέταση εκλογής: στεφανιαία CT σε οστικό παράθυρο / στεφανιαίες ανασυνθέσεις σε οστικό παράθυρο: ●Θα δώσει παραπάνω πληροφορίες από ότι η ενδοσκόπηση – πέρα από την ενδοαυλική κολπική νόσο, ●Θα δώσει πληροφορίες για την αιτιολογία και τις βλεννογονικές αλλοιώσεις, ●Αδυναμία αντιστοίχησης συμπτωματολογίας και απεικονιστικών ευρημάτων. Πρωτόκολλο: στεφανιαίες σαρώσεις σε οστικό παράθυρο με πάχος τομής 2 - 3 mm, με επίπεδο σάρωσης κάθετο προς την υπερώα (ουρανίσκο), με  τον ασθενή σε πρηνή θέση (μπρούμυτα / prone) και τον τράχηλο σε έκταση. 

Karapasias Nikos, MD Radiologist

[1]H. Ric Harnsberger, Christine M. Glastonbury, Michelle A. Michelle, Bernadette L. Koch, Diagnostic Imaging: Head and Neck, Lippincott Williams & Wilkins; Second edition (2010), ISBN-10: 1931884781
[2]Λ. Βλάχος, Σύγχρονη Διαγνωστική Απεικόνιση, 1997, Ιατρικές εκδόσεις Χρ. Βασιλειάδης
[3]Meltzer EO, Hamilos DL et al., Rhinosinusitis: Establishing definitions for clinical research and patient care,  Otolaryngol Head Neck Surg. 2004;131(6 Suppl):S1.
[4]Wolfgang Dähnert, Radiology Review Manual (Dahnert, Radiology Review Manual),  7th ed., 2011 LWW; North American Edition, ISBN-10: 1609139437
[5]Report of the Rhinosinusitis Task Force Committee Meeting. Alexandria, Virginia, August 17, 1996. Otolaryngol Head Neck Surg. 1997 Sep. 117(3 Pt 2):S1-68.
[6]Lanza DC, Kennedy DW. Adult rhinosinusitis defined. Otolaryngol Head Neck Surg 1997. Sep;117(3 Pt 2):S1-S7 10.1016/S0194-5998(97)70001-9
[7]Benninger MS, Ferguson BJ, Hadley JA, Hamilos DL, Jacobs M, Kennedy DW, et al. Adult chronic rhinosinusitis: definitions, diagnosis, epidemiology, and pathophysiology. Otolaryngol Head Neck Surg 2003. Sep;129(3)(Suppl):S1-S32 10.1016/S0194-5998(03)01397-4
[8]Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διάγνωση και την Εμπειρική Θεραπεία των Λοιμώξεων, Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ.) / Επιστημονική Επιτροπή Νοσοκομειακών Λοιμώξεων, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΟΙΜΩΞΕΩΝ, 2007
[9] European Position Paper Rhinosinusitis and Nasal Polyps, EPOS 2007 & 2012, RHINOLOGY Supplement.